κατίσχυσε

κατίσχυσε
κατί̱σχῡσε , κατισχύω
overpower
aor ind act 3rd sg
κατίσχῡσε , κατισχύω
overpower
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατισχύω — κατίσχυσα, επικρατώ, υπερνικώ: Κατίσχυσε του αντιπάλου του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”